τεκνοκτόνος

τεκνοκτόνος
τεκνοκτόνος
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τεκνοκτόνος — ον, Α παιδοκτόνος (α. «τεκνοκτόνος γινόμενος», Ηλιόδ. β. «τεκνοκτόνον μίσος», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τέκνον + κτόνος (< κτείνω), πρβλ. μητρο κτόνος] …   Dictionary of Greek

  • τεκνοκτόνον — τεκνοκτόνος masc/fem acc sg τεκνοκτόνος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεκνοκτόνου — τεκνόκτονος murdering children masc/fem/neut gen sg τεκνοκτόνος masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεκνοκτόνους — τεκνόκτονος murdering children masc/fem acc pl τεκνοκτόνος masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεκνοκτόνοι — τεκνοκτόνος masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -κτόνος — (AM κτόνος) β συνθετικό λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο ρ. κτείνω και που δηλώνει τον φονέα αυτού που σημαίνει το α συνθετικό (πρβλ. αδελφοκτόνος, πατροκτόνος). Σπανίως απαντά ως προπαροξύτονο με παθ. σημ. (ταυρόκτονος «αυτός που σκοτώθηκε από… …   Dictionary of Greek

  • τεκνοκτονία — ἡ, Α [τεκνοκτόνος] παιδοκτονία …   Dictionary of Greek

  • τεκνοκτονώ — έω, Α [τεκνοκτόνος] σκοτώνω τα παιδιά μου …   Dictionary of Greek

  • τεκοκτόνος — ον, Α τεκνοκτόνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέκος «παιδί, τέκνο» + κτόνος (< κτείνω «φονεύω»), πρβλ. μητρο κτόνος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”